21 Σεπ 2010

To νησί...

Όταν πρωτοβγήκε αυτό το βιβλίο, από τον τίτλο και μόνο, μου τράβηξε την προσοχή. Μάλιστα ξεφυλίζοντας το ανάμεσα σε άλλα βιβλία τότε, διέκρινα στοιχεία που δυνάμωσαν την επιθυμία μου να το κάνω δικό μου. Σπιναλόγκα, το παράξενο νησί των λεπρών που είχα δει πολλές φορές από μακρυά και δεν έχω επισκεφθεί, η ιστορία μιας οικογένειας που εξελίχθηκε σε ανθρώπινη τραγωδία, ο τόπος των γεγονότων που είναι η μια από τις ιδιαίτερες μου πατρίδες: η Κρήτη. Παρ' ολη την από καιρό επιθυμία μου κατάφερα να το διαβάσω τελικά, μόλις πριν έναν μήνα, κατά την διάρκεια των καλοκαιρινών μου διακοπών. Το βρήκα τρομερά ανθρώπινο, γεμάτο αλτρουισμό με μια ωραία γραφή από τη Βικτώρια Χίσλοπ που σε ταξιδεύει πραγματικά στο χρόνο και κυρίως σου "ανοίγει" τα μάτια για να δεις και να νοιώσεις πώς είναι να "ζεις" παρέα με τον θάνατο και τί αξίες έχει τελικά η ζωή που εμείς θεωρούμε δεδομένη εσαεί, αλλά συνήθως δεν ξέρουμε να την "ζούμε".

Η ιστορία
Αυτή ξεκινά το 1939 και φτάνει έως και το 2001 και είναι βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα που αφορούν στη ζωή των κατοίκων της Πλάκας και της Σπιναλόγκας, οι οποίοι έρχονται αντιμέτωποι με τη νόσο του Χάνσεν (της λέπρας).
Ο αγώνας των λεπρών της Σπιναλόγκας για επιβίωση και για καλύτερες συνθήκες ζωής, πλέκεται αριστουργηματικά με τον αγώνα των κατοίκων της Πλάκας ενάντια στο κοινωνικό στίγμα, που άφηνε η νόσος, όταν χτυπούσε το μέλος μιας οικογένειας.

Από τη μία αναπαρίσταται η ιστορία των κατοίκων της Πλάκας που πρέπει να κρατήσουν μυστική την ασθένεια, να αντιμετωπίσουν το χαμό των δικών τους ανθρώπων, αλλά και να συνεχίσουν τη ζωή τους για χάρη των παιδιών τους.
Από την άλλη, στην απέναντι όχθη, στην Σπιναλόγκα, οι μελλοθάνατοι Κρητικοί και Αθηναίοι Χανσενικοί, απομονωμένοι και «φυλακισμένοι» πάνω στο νησί, έχουν να αντιμετωπίσουν αρχικά τεράστιες δυσκολίες καθημερινής επιβίωσης, καταφέρνουν ωστόσο να ξεπεράσουν τα προβλήματα, ευημερούν, παντρεύονται και κάνουν παιδιά, καλλιεργούν, κάνουν εμπόριο, συνεχίζουν να δημιουργούν και να ζουν.

Το βιβλίο
Το έργο της Victoria Hislop έγινε παγκόσμιο bestseller με 2.000.000 πωλήσεις εκ των οποίων 185.000 πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα. Εκδόθηκε στην Αγγλία το 2006, στην Ελλάδα το 2007 καθώς και σε 23 ακόμη χώρες και μέσα σε 4 χρόνια κατάφερε να εκτοξευθεί στις λίστες των πιο επιτυχημένων μυθιστορημάτων παγκοσμίως. Οι πωλήσεις του βιβλίου συνεχίζουν με εκπληκτικούς ρυθμούς εντός και εκτός Ελλάδας.

Έχει κυκλοφορήσει επίσης σε: Πολωνία, Σερβία, Ισπανία, Κροατία, Νορβηγία, Ταϊβάν, Γερμανία, Βουλγαρία, Ολλανδία, Σλοβακία, Ιταλία, Ρουμανία, Ρωσία, Κίνα, Σουηδία, Ιαπωνία, Τσεχία, Βραζιλία, Λιθουανία, Τουρκία, Ισραήλ.

Εκδόσεις Διόπτρα, 2007


Ο τόπος
Οι πέτρες και οι βράχοι στα άδεια σπιτάκια κρύβουν και δεν φανερώνουν την κόλαση του χθες, τα μοιρολόγια και τις κραυγές από τους πόνους στο σώμα των εκατοντάδων αρρώστων.
Το νησί βρίσκεται στην Κρήτη, στην περιοχή Μιραμπέλλου του νομού Λασιθίου. Το αρχαίο όνομά του, ήταν Καλυδών, αλλά μετά την κατάληψη του από τους Ενετούς ονομάσθηκε Σπιναλόγκα (Μακρά άκανθα). Άρχισε να οχυρώνεται το 1574 από τους Ενετούς όταν οι Τούρκοι είχαν καταλάβει την Κύπρο και οι Ενετοί καταλάβαιναν ότι σε λίγο θα ερχόταν και η σειρά της Κρήτης. Μετά την κατάληψη της Κρήτης το 1649 από τους Τούρκους, η Σπιναλόγκα έμεινε ακόμη στα χέρια των Ενετών έως το 1715.

Το νησί κατελήφθη από τους Τούρκους το 1715 και κατοικείτο από Μουσουλμάνους. Στα μέσα του 19ου αιώνα ο αριθμός των κατοίκων αυξήθηκε εφ’ όσον το νησί αποτέλεσε κοιτίδα εμπορίου. Μετά το 1898 οι περισσότεροι κάτοικοι εγκατέλειψαν το νησί. Από το 1903 χρησιμοποιήθηκε ως Λεπροκομείο, όπου μεταφέρθηκαν οι πρώτοι 251 λεπροί (Κρητικής καταγωγής), που λόγω αφ΄ενός της αποκρουστικής όψης τους και αφ’ ετέρου της μεταδοτικότητας της ασθένειας πρωτύτερα κατοικούσαν εξορισμένοι και απομονωμένοι από την τοπική κοινωνία , στις απόμακρες παρυφές των πόλεων, σε μέρη τα οποία ονομάζονταν «μεσκηνιές». Οι συνθήκες ήταν σκληρές αν αναλογιστούμε πως δεν υπήρχε κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή ενώ ο ιός της λέπρας ήταν μεταδοτικός και δεν θεραπευόταν. Μετά το 1913 μεταφέρθηκαν σταδιακά ασθενείς προερχόμενοι από την υπόλοιπη Ελλάδα αλλά και από άλλες χώρες του εξωτερικού, αυξάνοντας τον αριθμό των ασθενών στους 1000. Η Σπιναλόγκα μετατράπηκε εκείνη την περίοδο σε «Διεθνές Λεπροκομείο».
Αρχικά η ζωή τους ήταν άθλια. Η Σπιναλόγκα είναι μια απέραντη τρώγλη, ένα νεκροταφείο υπό προθεσμία, χωρίς την παραμικρή οργάνωση, χωρίς φαρμακευτική αγωγή για τους νοσούντες, χωρίς ελπίδα. Πολλοί πέθαιναν «ζωντανοί» με φρικτούς πόνους, παραμορφωμένοι και διαμελισμένοι. Παρ’ όλες τις αντιξοότητες, αυτές οι ανθρώπινες ψυχές όχι μόνο δεν το έβαλαν κάτω αλλά ανέπτυξαν μια ιδιόρρυθμη κοινωνικότητα με δικούς τους κανόνες και αξίες. Παντρεύτηκαν μεταξύ τους, (παρ’ όλο που απαγορευόταν λόγω της ασθένειάς τους) και απέκτησαν παιδιά (μερικά από αυτά υγιή). Δημιούργησαν καφενεία, τα οποία εκμεταλλεύονταν οι ίδιοι. Με ένα μικρό επίδομα που τους έδωσε η Πολιτεία αγόραζαν τα αναγκαία τρόφιμα από ένα μικρό παζάρι που στηνόταν στην είσοδο του νησιού από ντόπιους παραγωγούς οι οποίοι πληρώνονταν με ειδικά απολυμασμένα χρήματα. Όσοι είχαν δυνάμεις καλλιέργησαν κηπευτικά και ασχολήθηκαν με το ψάρεμα.
Η κατάσταση αυτή αρχίζει ν αλλάζει από το 1936, έτος άφιξης στη Σπιναλόγκα του ασθενούς Επαμεινώνδα Ρεμουνδάκη, τριτοετούς φοιτητή της Νομικής, ο οποίος ιδρύει την «Αδελφότητα Ασθενών Σπιναλόγκας» και αγωνίστηκε τα χρόνια που ακολούθησαν για την καλυτέρευση των συνθηκών διαβίωσης των ασθενών. Ο Ρεμουνδάκης με το κλείσιμο της Σπιναλόγκας το 1957 νοσηλεύτηκε στο Λεπροκομείο της Αγ. Βαρβάρας.
Το 1948 ανακαλύφθηκε στην Αμερική το φάρμακο που θεράπευε τον ιό της λέπρας. Από το 1948 έως το 1957 ο αριθμός των ασθενών της Σπιναλόγκας μειώθηκε δραστικά. Άλλοι ασθενείς θεραπεύθηκαν και επέστρεψαν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Άλλοι (20 βαριά ασθενείς) μεταφέρθηκαν στην Αθήνα για παρακολούθηση στο ειδικό Νοσοκομείο, το Λοιμωδών νόσων που βρίσκεται στην Αγ. Βαρβάρα στο Αιγάλεω! Οι υπόλοιποι δεν τα κατάφεραν. Η μοίρα ήταν σκληρή μαζί τους!
Μετά την αναχώρηση των τελευταίων ασθενών από το νησί (1957) το νησί εγκαταλείφθηκε, παρέμεινε ακατοίκητο για αρκετά χρόνια και έτσι σημαντικά ιστορικά στοιχεία χάθηκαν. Τα περισσότερα από τα κτήρια του Λεπροκομείου κατεδαφίστηκαν. Φαίνεται πως οι άνθρωποι δεν ήθελαν να έχουν θλιβερές αναμνήσεις από το πρόσφατο παρελθόν τους …!!!

Ο 85χρονος Μανώλης Φουντουλάκης, ο άνθρωπος που βασανίστηκε και παραμορφώθηκε στην κόλαση της αρρώστιας, αλλά σώθηκε τελικά, αναπολώντας το παρελθόν θυμάται τον πόνο, τις ατυχίες, τις χαρές και τις λύπες:
Το χτύπημα της αρρώστιας το 1949 σε ηλικία 21 ετών, ενώ υπηρετούσε αστυφύλακας στον Πειραιά. Την ισχυρή θέληση του «Λενιού του» να μείνει μαζί του και να παντρευτούν αψηφώντας την αρρώστια του. Τον γάμο τους στα 31 τους χρόνια, που του έδωσε δύναμη και ζωή να παλέψει αρρώστια και προβλήματα. Την γέννηση της κόρης του το 1955. Την επιδείνωση επικίνδυνα της υγείας του 1973 – 74. Τον θάνατο από την επάρατη νόσο το 1976 της αγαπημένης του Λενιώς. Την περίοδος της ανάταξης της υγείας του αλλά και της οικογενειακής ισορροπίας. Ο ίδιος στη σκληρή περίοδο της δοκιμασίας του ζούσε στην Αθήνα και έκανε θεραπεία στον αντιλεπρικό σταθμό της Αγ. Βαρβάρας, αλλά με την ιδιότητα του γενικού γραμματέα του συλλόγου χανσενικών είχε μεταβεί στη Σπιναλόγκα, βίωσε την τραγική πραγματικότητα και ενδιαφέρθηκε για την αναβάθμιση των συνθηκών παραμονής και θεραπείας των δυστυχισμένων της Σπιναλόγκας.

Σήμερα η Σπιναλόγκα έχει χαρακτηριστεί αρχαιολογικός χώρος και κάποια κτήρια αναστηλώνονται. Θεωρείται τουριστικός προορισμός για ημερήσιες εκδρομές και κολύμπι. Τη Σπιναλόγκα επισκέπτονται πάνω από 300.000 άνθρωποι, αριθμός που τη φέρνει στους πέντε πρώτους βυζαντινούς – μεταβυζαντινούς αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας. Παρ’ όλα αυτά κάποια ερείπια, απομεινάρια άλλων εποχών μένουν για να θυμίζουν αυτούς τους ανθρώπους. Το βιβλίο της Βικτόρια Χίσλοπ έβαλε ταφόπλακα στην απομόνωση!
Σπάνια σ’ ένα μνημείο η Ιστορία μιλά τόσο εύγλωττα από τα βάθη των αιώνων. Σπάνια ένα μνημείο κουβαλά στα σπλάχνα του τη σφραγίδα της αρχαίας Ελλάδας, των Σαρακηνών, των Ενετών, των Τούρκων, των Νεοελλήνων. Αν βρεθείτε στο νησί αναζητείστε αυτά τα ερείπια! Εξερευνείστε τον χώρο και αναλογιστείτε πως σε αυτό το άγονο νησί κάποιες ανθρώπινες ψυχές παρά την αρρώστια τους, παρά την απομόνωσή τους, εξακολούθησαν να εργάζονται, να κοινωνικοποιούνται, δημιούργησαν οικογένειες και τελικά διεκδίκησαν τα δικαιώματά τους για ένα καλύτερο αύριο γιατί αγαπούσαν την ζωή και είχαν δύναμη…

Περπατώντας στον δρόμο της Σπιναλόγκας, σταμάτησε και κράτησε την αναπνοή σου. Από κάποιο χαμόσπιτο τριγύρω σου θα ακούσεις τον απόηχο από κάποιο μοιρολόγι μιας μάνας, μιας αδελφής ή τον αναστεναγμό ενός άνδρα. Άφησε δύο δάκρυα από τα μάτια σου και θα δεις να λαμπυρίζουν εκατομμύρια δάκρυα που πότισαν αυτόν τον δρόμο.
Πληροφορίες από το pressgr.

13 Σεπ 2010

Η Επιστροφή!...

Επιστροφή στην μονότονη πραγματικότητα. Επιστροφή στο λουλουδιασμένο μπαλκόνι και το γνώριμο βολικό στρώμα. Επιστροφή στα σκοτεινιασμένα πρωινά και τη βιάση της μέρας. Επιστροφή στα σχολεία και στις εξωσχολικές δραστηριότητες. Επιστροφή στο κυκλοφοριακό χάος.και τη δουλειά με όλους παρόντες. Επιστροφή στα αγχωμένα Σαββατοκύριακα και τις γκρίζες Δευτέρες. Επιστροφή σε ανεκπλήρωτα όνειρα, νέα σχέδια, καινούριο ξεκίνημα μαζί με άλλη μια δίαιτα. Επιστροφή στην ασκήμια της ημέρας και τη γοητεία της νύχτας. Επιστροφή στην πόλη που αγαπάμε να μισούμε.
Καλώς σε ξαναβρίσκω Αθήνα!...

6 Σεπ 2010

Η άρρωστη πολιτεία...

Ένα ενδιαφέρον βιβλιαράκι διάβασα πρόσφατα, γραμμένο με μια παλιά αλλά καλή "γραφή". Αφορμή γι αυτό υπήρξε το ενδιαφέρον που απέκτησα τελευταία για την αρρώστια της λέπρας μιας και ενώ η ασθένεια θεωρείται άγνωστη στους πολλούς, εν τούτοις υπάρχει σε μεγάλο βαθμό σε αφημένους στην εγκατάλειψη, λαούς φτωχών χωρών.

Το βιβλίο περιγράφει τη ζωή στην Σπιναλόγκα, το νησί των λεπρών. Είναι μια νουβέλλα που η συγγραφέας του Γαλάτεια Καζαντζάκη αποκαλεί "ρομάντζο". Πρωτοδημοσιεύτηκε το 1914 και αναπτύσσει μια ερωτική ιστορία μεταξύ δύο νέων ανθρώπων, ενός δασκάλου και μιας περήφανης κοπέλας που απελπισμένα συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να απολαύσει όπως θέλει την χαρά του έρωτα αφού ξέρει το τέλος της. Αυτός ο υποχρεωτικός εγκλεισμός στο νησί επιδρά τα μέγιστα στην ψυχολογία του ατόμου με αναρίθμητα ερωτήματα του πώς, του γιατί και του πότε με κυριώτερη τραγική αίσθηση, την απώλεια του ύψιστου αγαθού της ελευθερίας.

Στο επίμετρο της η Κέλλυ Δασκαλά μας εξιστορεί τον μύθο και την πραγματικότητα που αναπτύχθηκε μέσα από την παγκόσμια λογοτεχνία από την Βίβλο μέχρι σήμερα για την φοβερή ανίατη μέχρι πριν λίγες δεκαετίες, ασθένεια.

Συνοψίζοντας θέλω να τονίσω τον "δυναμισμό" του κειμένου της Γαλάτειας Καζαντζάκη που σχεδόν έναν αιώνα μετά, σε υποβάλλει σε μια κατάσταση να θέλεις να μάθεις πώς μπορείς να γίνεις καλύτερος άνθρωπος...

Εκδόσεις: Ελληνικά γράμματα, 2010

1 Σεπ 2010

Ως εκ θαύματος!...

Παρ' ολο που ακούω σχεδόν καθημερινά -εδώ και χρόνια- τον Κωνσταντίνο Τζούμα να καταθέτει εαυτόν και απόψεις μέσα από τις ραδιοφωνικές εκπομπές του στον "εν λευκώ", διαβάζοντας το πρώτο αυτοβιογραφικό του βιβλίο, κάπου με ξάφνιασε.
 «...Θα ζήσουμε ξένοιαστα, κοσμοπολίτικα, κομψά, όπως οι ήρωες του Μπουνιουέλ, του Αντονιόνι, του Φελίνι, ίσως λίγο μελαγχολικά αλλά με σουρεάλ χιούμορ και αριστοκρατικότητα...» γράφει ο ιδιόρυθμος ηθοποιός, συνοψίζοντας μέσα σε λίγες λέξεις το πιστεύω του και τη στάση του για τη ζωή. Μια αναδρομή πίσω στον χρόνο στα ωραία του Πειραιά και της Αθήνας με ιμπρεσσιονιστική διάθεση και ανάλαφρη περιγραφή . Ο συγγραφέας αντιμετωπίζει ενίοτε, με έναν χαριτωμένο κυνισμό τους ανθρώπους  καθόλου αγενή και χωρίς καμμιά κακία γι αυτούς που τον απογοητεύουν. Απεναντίας αποθεώνει τους "πρωταγωνιστές" και τους τολμηρούς της ζωής. Βόλτες, ταξίδια, καφέ, μουσική, αγγλικό free cinema, γαλλική nouvelle vague, λίγο θέατρο, πολύς χορός, ξενύχτια και φάρσες αποτελούν εν ολίγοις μια διαδρομή που μας βάζει να ακολουθήσουμε "παρέα" με τους κεφάτους φίλους της νιότης του. Το ροκ εντ ρολ δινει τον τόνο της ορμητικής δεκαετίας του '60 που ξετυλίγεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Η τέχνη σε όλες της τις μορφές τον σπρώχνει σε μια ευγενική διάθεση που οδηγεί σε μια αποστασιωμένη και απολιτίκ συμπεριφορά για ότι ασχημαίνει την καθημερινότητα μας. Ο ίδιος μέσα από τις περιγραφές του, μας δείχνει πώς μπορούμε να γυρίζουμε την πλάτη σε ένα περιβάλλον που κυριαρχείται από επιθετικότητα και απληστεία, είναι κολλημένο στο παρελθόν και στερείται φαντασίας. Πώς να διεκδικούμε με τις δικές μας δυνάμεις, αυτό που μας αναλογεί, στον κόσμο που ζούμε. Και πως να μάθουμε να νοιώθουμε ευτυχισμένοι με τα πιο μικρά, ασήμαντα και καθημερινά. Η αδυναμία που έχει να περιγράφει λεπτομερώς τα μοδάτα ρούχα της εποχής καθώς και τις διάφορες πολλές ερωτικές σχέσεις που καλλιεργούσε και μάλιστα -όλως περιέργως- πάντα με πανέμορφες υπάρξεις(sic), κάποιους ίσως θα τους ξενίσει διαβλέποντας ίσως μια υπερβολή. Όμως αυτό που βγαίνει μέσα από την ανάγνωση του βιβλίου είναι μια αίσθηση γλυκειάς συντροφιάς σε ένα ταξίδι που ξεκινά από τα μέσα της δεκαετίας του '40 και διαρκεί μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '70 και που εύχεσαι να μην τελειώσει σύντομα.
Ευτυχώς όμως το "ταξίδι" συνεχίζεται με το δεύτερο βιβλίο του Τζούμα που ακολουθεί και περιγράφει την συνέχεια της ζωής του στην Αμερική. Ίδωμεν...

Εκδόσεις Καστανιώτη, 2008